inkomotininews@gmail.com

(ΒΙΝΤΕΟ-PHOTOS) Τα πρώτα κάλαντα των Φώτων από τους «Γκαλεσπεράδες» του Λοφαρίου στον Μητροπολίτη Κομοτηνής Παντελεήμονα

Τα πρώτα κάλαντα των Φώτων ακούστηκαν στο Επισκοπείο της Ιεράς Μητρόπολης Μαρωνείας και Κομοτηνής.

Εκεί επισκέφθηκε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη κ.κ. Παντελεήμονα ο Σύλλογος Λοφαριωτών, ψάλλοντας τα «Γκαλεσπέρα».

Τα μέλη του συλλόγου, παλαιότερα και νέα, έλαβαν το εθιμικό δώρημα...
...και το καθιερωμένο κέρασμα, καθώς και την ευλογία του Ιεράρχη ενόψει του νέου έτους, μαζί με ένα ημερολόγιο τσέπης του 2014.


Τα «Γκαλεσπέρα» από το χωριό Λοφάριο – Λαογραφία της Θράκης – του Γεωργίου Δ. Κεμαλάκη

Στη Θράκη ο βαρύς χειμώνας κλείνει μέσα τους πάντες και τα πάντα. Οι μανιασμένοι παγωμένοι βοριάδες που κατεβαίνουν από τη Μαυροθάλασσα και σφυρίζουν γοερά και μάχονται σα θηρία ανήμερα προς άλλα στοιχεία, όλα τα παγώνουν, όλα τα κρυσταλλώνουν κι όλα τα νεκρώνουν. Όλη η γη σκεπασμένη με το ολόασπρο πέπλο της, το χιόνι, καρτεράει την άνοιξη που θα της δώσει και πάλι την ομορφιά της. Από τα σπίτια οι ζαμπούνες (κρύσταλλα) κρέμονται σαν σκονισμένα σπαθιά, ενώ ο πεινασμένος και παγωμένος σπουργίτης αγωνίζεται να βρει κάποιο σπειρί που τυχόν περίσεψε από τις κότες που τάισε η νοικοκυρά· παράλληλα δε φωνάζει για να τον λυπηθεί κάποιος χτυπώντας και τα φτερά του για να ζεσταθεί. Και μέσα σ' αυτή τη μπόρα φτάνουν τα Φώτα κι ο Φωτισμός.

Evώ όμως σ' όλη τη Θράκη ακούμε να τραγουδούν το κάλαντο αυτό, καθώς και άλλα πολλά, στο χωριό Λοφάριο της Ροδόπης, που βρίσκεται 26 περίπου χιλιόμετρα στα Ανατολικά της Κομοτηνής και που οι κάτοικοί του είναι όλοι πρόσφυγες από τα χωριά της περιοχής Μακράς Γέφυρας (Ουζούν Κιοπρού) Ανατολικής Θράκης, τα παλληκάρια, και όχι τα μικρά παιδιά, τραγουδούν κάτι άλλο, κάτι πιο ασυνήθιστο. Τραγουδούν τα ‘Γκαλέσπερα’. Είναι ένα από τα πιο γραφικά έθιμα της περιοχής, αλλά και ολόκληρης της Θράκης θα μπορούσαμε να πούμε, αφού το έθιμο δεν συναντάται πουθενά αλλού.

Evώ όλο το Δωδεκαήμερο τα μικρά παιδιά τραγουδούν τα Χριστουγεννιάτικα και τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, τα παλληκάρια συγκεντρωμένα πότε στου ενός και πότε στου άλλου το σπίτι, ετοιμάζονται για τη μεγάλη εξόρμηση, ετοιμάζονται για τα ‘Γκαλέσπερα’. Κάνουν κάθε μέρα πρόβες προκειμένου να παρουσιάσουν κάτι καλύτερο από τον προηγούμενο χρόνο.

Μόλις σουρούπωνε, πρώτος και καλύτερος, έφτανε στο σπίτι του Αρχιγκαλεσπερά ο Γκαϊντατζής έχοντας τη γκάϊντα του κάτω από τη μασχάλη. Δεν περίμενε να τον κεράσουν για ν' αρχίσει να παίζει το ζωναράδικο χορό. Το κέφι του το κουβαλούσε μαζί με τη γκάϊντα του. Οι πρώτοι ήχοι της πολυφουσκωμένης γκάϊντάς του έδιναν το έναυσμα για χορό. Χορός που ήταν μόνο για τους Γκαλεσπεράδες, οι υπόλοιποι θα καθήσουν στα σπίτια τους για ν' ακούσουν το τραγούδι τους. Όταν συγκεντρώνονταν όλοι η παρέα ξεκινούσε και χορεύοντας πήγαιναν στο σπίτι του παπά και στη συνέχεια στο σπίτι του προέδρου. Το πρώτο τραγούδι που τραγουδούσαν ήταν τ' Αφέντ' :


Γκαλέσπερα, γκαλέσπερα, γκαλέσπερα ντα Φώτα,

ιδώ μας έστλαν κι' ρθαμει σι τουτουν τουν αφέντ' μας.

Αφέντην μ' αφιντίτσι μας, πέντε φουρές αφέντη.

Αφέντης μας στην ταύλα του χρυσή καντήλα καίει.

Σαν βάνει λάδι και κερί φέγγει τον κοσμο όλο,

Σαν βάνει λάδι μοναχο φέγγει την αφεντιά του.

Αφέντης μας πουκμήθηκε γυρεύβ' να ξιαγρυπνήσει

Γυρεύ'τα μήλα δώδεκα νεράντζια δεκαπέντε

Κι ένα καφκί ροϊδόσταγμο να πιει να ξιαγρυπνίσει

Σαν τούπιε κι ξιαγρύπνησε το μαύρο του γυρεύει

Γυρεύ'τη σέλλα ν'αργυρή του γκέμι ασημένιο

Κι στα σκαλουπατήματα σπέρνει μαργαριτάρια.

Από την ώρα που οι «Γκαλεσπεράδες» μπουν στην αυλή του σπιτιού, όλη η οικογένεια κάθεται στην πόρτα και ακούνε τα ‘Γκαλέσπερα’. Και αυτό φυσικά γίνεται γιατί ο καθένας θ' ακούσει το τραγούδι του.

Μετά από το τραγούδι τ' Αφέντ' αρχίζει το τραγούδι της Κυράς το οποίο είναι ένας ύμνος γι' αυτήν. Εκθειάζει όλα της τα κάλλη καθώς και τις αρετές της. Τα τραγούδια αυτά με την ποιητική τους ομορφιά αποτελούν τα πιο άξια στολίδια της νεοελληνικής λαϊκής μούσας μας σχεδόν σε όλο το Πανελλήνιο και θα ήταν, άν μη τι άλλο, έγκλημα αν δεν γινόταν κάποια προσπάθεια περισυλλογής από κάθε αρμόδιο. Ευτυχώς τα ‘Γκαλέσπερα’, μετά από μια κοπιώδη προσπάθεια του γράφοντα και των αρμοδίων του Ραδιοφωνικού Σταθμού Θράκης (Κομοτηνής) έχουν ηχογραφηθεί και βρίσκονται στο Σταθμό. Όμως, ας ακούσουμε τους ‘Γκαλεσπεράδες’ τι λένε για την Κερά, τη νοικοκυρά του σπιτιού:

Σων' απούπαμε για τον Αφέντ', ας πούμ' και της Κεράς μας.

Κυρά μας ρούσσα ροϊδανή, ξιάσπιρ' σαν πιριστέρα,

Κυρά μ' σαν ντα στουλίζησει στην εκκλησιά να πάγεις,

Βάνεις τουν ήλιου πρώσουπου κι του φιγγάρ' αστήθη

Κι τουν καθάργιου ουρανο τουν βάνεις δαχτυλίδι

Καλί λαμπίμ' του δάχτυλους σ' παίρνει του δαχτυλίδι,

Πώχεις και τα ξανθά μαλλιά σαράντα πέντε πήχες.

Στους ουρανούς τα γύδιαζαν στους κάμπους τα τυλίγαν,

Στη μέσ' τη μέσ' τη Θάλασσα καθοταν και τα πλέκαν.

Τρεις ρωμιοπούλες τ' άπληκαν κι πέντι φραγκοπούλες,

Στη μέση βάλουν του σταυρό στην άκρη τ' Αϊβαγγέλιο

Και στ' αργυρό κομποδιασμα βάλουν την Παναγία.

Στη συνέχεια, και χωρίς καμιά διακοπή τραγουδούν το τραγούδι του παλληκαριού ή της κοπέλλας. Δεν πρέπει να καθυστερούν, γιατί το χωριό είναι μεγάλο και δεν θέλουν να κάνουν τους συγχωριανούς τους να περιμένουν μέχρι τις πρωινές ώρες. Κανένας στο Λοφάριο δεν κοιμάται τη νύχτα αυτή αν δεν περάσουν οι ‘Γκαλεσπεράδες’. Έπειτα, η παράδοση λέει πως πρέπει να περάσουν απ' όλα τα σπίτια για το καλό της χρονιάς. Έτσι λοιπόν ακούμε να τραγουδούν:

Σών' απούπαμε για την Κερά; ας πούμ' κι τ' Αρχοντόπλα.

Ιδώ είν' ο γιος της καλογιός, της καλοθυγατέρας

Γυρεύει νύφη ξακουστή γαμπρό γραμματισμένο,

Νάχει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι,

Νάχει και το ματόφρυδο σαν φράγκικο δοξάρι.

Τα τραγούδια τα τραγουδάνε χωρισμένοι σε δυο ομάδες, αριστερά και δεξιά της πόρτας, λέγοντας κάθε ομάδα από μια στροφή. Όταν τελειώσει και το τραγούδι των νέων του σπιτιου όλοι μαζί τραγουδούν:

"Οσ' άστρα είναι στον ουρανό, λουλούδια απ' τους κάμπους

τόσα καλά να δώσ' Θεός ιδώ που τραγουδούμι"

Ύστερα από την τραγουδισμένη αυτή ευχή δίνει κι ο Αρχιγκαλεσπεράς μια άλλη που οι Λοφαριώτες τη λένε ‘Ντουβά’. Λέει λοιπόν o Αρχηγός:

"Πήραμι που τουν αφέντ' μας ένα φοϋρνου ψουμί, πενήντα χρυσά φλουριά κι ένα θρεφτο. Πάντα να έχ' να δίν. Χέρ', πουδάρ' κιφάλ, καρδιά να μη τουν πουνέσ' . Πέτει παλληκάρια μ' κι τη χρον' . Και όλοι μαζί φωνάζουν: Κι τη χρόν' . 
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε πως στο χωριό υπήρχαν φτωχοί και ιδιαίτερα τσιγγούνηδες που έδιναν λίγα χρήματα, κάτι που δυσαρεστούσε τους ‘Γκαλεσπεράδες’. Τότε ο αρχιγκαλεσπεράς λέγοντας αυτά που έδωσε ο Αφέντσ' στο τέλος αντί να πει: "χέρ', πουδάρ' κιφάλ' καρδιά να μη τουν πουνέσ'", έλεγε: "Χέρ', πουδάρ', κιφάλ' καρδιά να μη τουν πουμείν'" .

Δώρα που έδιναν οι Λοφαριώτες ήταν χρήματα, μια κουλούρα, ειδικά φτιαγμένη για τους ‘Γκαλεσπεράδες’ καθώς και κρέας ή λουκάνικα χοιρινά που τις μέρες εκείνες έκαναν. Γι' αυτό άλλωστε ο αρχιγκαλεσπεράς αναφέρει το φούρνο με τα ψωμιά, τα χρυσά φλουριά και το θρεφτό.

Τα τραγούδια όμως των “Γκαλεσπεράδων” δεν τέλειωναν εδώ. Υπήρχε και το τραγούδι του ξένου. Του ανθρώπου που για οποιοδήποτε λόγο βρέθηκε σε κάποιο σπίτι ή στο δρόμο. Κι αυτός έπρεπε ν' ακούσει το τραγούδι του και φυσικά να κεράσει τα παλικάρια. Έτσι, άκουγε κι αυτός το τραγούδι του:

"Δεν έπρεπε αφέντη μου νάσαν σε τούτ' τη χώρα,

Μόν' έπρεπε αφέντη μου νάσαν σε πολιτεία,

Να όριζες τη Βενετιά και τη μισή την Πόλη,

τη Βενετιά για τα φλουριά, την Πόλη για τα γρόσια.

Να κοσκινίζεις τα φλουριά, να δρεμονάς τα γρόσια,

Κι αυτά τα κοσκινίσματα κέρνα τα παλληκάρια,

Κέρνατα αφέντη μ' κέρνατα, πέντε φορές το ένα."

Το γύρισμα του χωριού από τους «Γκαλεσπεράδες» κρατούσε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Όταν τελείωναν πήγαιναν και πάλι στο σπίτι του αρχιγκαλεσπερά για να δουν τι μάζεψαν και να συνεννοηθούν ποια ώρα και σε ποιο καφενείο του χωριού θα μαζευτούν για να γλεντήσουν. Στο γλέντι έπαιρνε μέρος σχεδόν όλο το χωριό. Ενώ στην αρχή γλεντούσαν μέσα στο καφενείο όσο περνούσε ο χρόνος και έρχονταν στο κέφι έβγαιναν στην πλατεία του χωριού, όπου έπαιρναν μέρος στο γλέντι οι γέροι, και τα μικρά παιδιά. Τελειώνοντας θα πρέπει να πούμε πως όταν οι ‘Γκαλεσπεράδες’ τελείωναν το γύρο του χωριού είχαν ‘φτιαγμένο’ το κεφάλι γιατί όλοι οι νοικοκυραίοι τους κερνούσαν το πιοτό της αρεσκείας τους που πάντα ήταν κρασί ή ρακί φτιαγμένο από τους ίδιους τους Λοφαριώτες.


Δυστυχώς τελειώνοντας θα πρέπει να κάνουμε τη θλιβερή διαπίστωση πως με το πέρασμα του χρόνου τα νοικοκυρεμένα και γραφικά έθιμα της Θράκης δεν έμειναν αλώβητα και αμείωτα. Με την είσοδο των νέων, και πολλές φορές ξενόφερτων, συνηθειών, πολλά παραμερίστηκαν και κράτησε η μόδα. Μια μόδα που φυσικά. εμάς τους Θρακιώτες δεν μας αντιπροσωπεύει. Γι' αυτό και γίνονται πολλές προσπάθειες από διάφορους φορείς να συντηρηθούν σχεδόν όλα τα ήθη κι έθιμα και οι παραδόσεις που με θρησκευτική ευλάβεια κράτησαν οι προγονοί μας οι Θρακιώτες.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Affiliate Network Reviews